Μπορντό

Μπορντό
(Bordeaux). Πόλη (218.948 κάτ.), πρωτεύουσα του νομού Ζιρόντ (10.000 τ. χλμ.). Η θέση της στον κάτω ρου του Γαρούνα και στη συμβολή σημαντικών συγκοινωνιακών αρτηριών ευνόησε από το παρελθόν την ανάπτυξη της πόλης - τα αρχαία Βορδίγαλα - που κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους έγινε πρωτεύουσα της Ακουιτανίας και μεγάλο κέντρο παραγωγής και εμπορίου εξαιρετικών κρασιών. Η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η εισβολή των Βησιγότθων την περιόρισαν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, ενώ η παρακμή της επιδεινώθηκε από τους πολέμους των Γάλλων για να την ξαναπάρουν από τους Άγγλους (κάτω από την κυριαρχία των οποίων έμεινε από τον 12o έως τον 15o αι.) και από τις συνεχείς επαναστάσεις εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Έφτασε στη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξή της τον 18o αιώνα χάρη στο εμπόριο της με τις υπερπόντιες χώρες. Το Μ., σημαντικό λιμάνι με ετήσια κίνηση 8 εκατομμυρίων τόνων εμπορευμάτων, είναι και έδρα ναυπηγείων και σημαντικών βιομηχανιών χημικών προϊόντων, μεταλλομηχανουργίας και ειδών διατροφής. Αποτελεί επίσης αξιόλογο πνευματικό κέντρο, έδρα πανεπιστημίου, επιστημονικών και καλλιτεχνικών ιδρυμάτων, μουσείων, από τα οποία την πρώτη θέση κατέχουν το πλούσιο Μουσείο Καλών Τεχνών, η Πινακοθήκη και το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παλιά μνημεία, όπως ο γοτθικο-ρομανικός καθεδρικός ναός του Αγίου Ανδρέα, το δημαρχιακό μέγαρο του 18ου αι. οι ναοί του Αγίου Σταυρού, του Αγίου Σεβρίνου και του Αγίου Μιχαήλ και οι πύλες Κελό και Γκρος-Κλος. Φωτογραφία από δορυφόρο της NASA της πόλης Μπορντό στη Γαλλία. (φωτ. NASA.earth.jsc.nasa.gov). Μερική άποψη του Μπορντό, γαλλικού λιμανιού με μεγάλη εμπορική κίνηση στο Γαρούνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μπορντό, Ανρί — (Henri Bordeaux, Τονόν λε Μπεν 1870 – Παρίσι 1963). Γάλλος συγγραφέας. Στα ίχνη του Μπουρζέ και των συγγραφέων που αντλούσαν την έμπνευση τους από τη ζωή στην επαρχία τους, άρχισε από το 1900 να γράφει μυθιστορήματα με βασική αρχή την υποταγή του …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ακουιτανία — I (Aquitaine). Περιοχή (41.309 τ. χλμ., 2.908.359 κάτ. το 1999) της νοτιοδυτικής Γαλλίας,που ορίζεται στα Ν από τα Πυρηναία, στα Β από τον Αρμορικανικό Ορεινό Όγκο, στα ΒΑ και Α από τον Κεντρικό Ορεινό Όγκο και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό. Το… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Μοντένι, Μισέλ Εκέμ ντε- — (Michel Eyquem Montaigne, Μοντέν 1533 – 1592). Γάλλος συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο Γκιγιέν του Μπορντό το 1546, αφιέρωσε ένα μέρος της ζωής του, αλλά χωρίς ενθουσιασμό και υπερβολική δέσμευση, στην πολιτική· κατέλαβε τη θέση …   Dictionary of Greek

  • Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”